προζητεω

προζητεω
    προζητέω
    προ-ζητέω
    предварительно искать, раньше исследовать Arst., Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προζητεω" в других словарях:

  • προζητοῦσιν — προζητέω search previously pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προζητέω search previously pres ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προζητούμενον — προζητέω search previously pres part mp masc acc sg (attic epic doric) προζητέω search previously pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προζητήσωμεν — προζητέω search previously aor subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • προζητήσας — προζητήσᾱς , προζητέω search previously aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»